- λόγχα
- λόγχα1 spear πελεμιζόμενοι ὑπ' ἀλεξιμβρότῳ λόγχᾳ i. e. spearsmanship N. 8.30
χαλκέας λόγχας ἀκμᾷ N. 10.60
ἀλλαλοφόνους ἐπάξαντο λόγχας ἐνὶ σφίσιν αὐτοῖς fr. 163.
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
χαλκέας λόγχας ἀκμᾷ N. 10.60
ἀλλαλοφόνους ἐπάξαντο λόγχας ἐνὶ σφίσιν αὐτοῖς fr. 163.Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
λόγχα — λόγχᾱ , λόγχη spear head fem nom/voc/acc dual λόγχᾱ , λόγχη spear head fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λόγχᾳ — λόγχαι , λόγχη spear head fem nom/voc pl λόγχᾱͅ , λόγχη spear head fem dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λόγχας — λόγχᾱς , λόγχη spear head fem acc pl λόγχᾱς , λόγχη spear head fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λόγχαν — λόγχᾱν , λόγχη spear head fem acc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λόγχη — Η μεταλλική αιχμή του δόρατος, που ήταν αρχικά χάλκινη και στη συνέχεια σιδερένια. Λ. χρησιμοποιούσαν πολύ οι ασιατικοί λαοί, που παρουσίαζαν ακόμα και τους θεούς τους στις διάφορες απεικονίσεις να κρατούν λ. Ο Όμηρος, παρά το γεγονός ότι υπήρχαν … Dictionary of Greek
λόγχαι — λόγχη spear head fem nom/voc pl λόγχᾱͅ , λόγχη spear head fem dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)